συναρμολογεῖται

συναρμολογεῖται
συναρμολογέομαι
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
συναρμολογέω
compagino
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευάζω — ΝΑ νεοελλ. 1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, η, ο (ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Φορντ, Χένρι — (Ford, Γκρίνφιλντ, Μίσιγκαν 1863 – Ντίαρμπορν, Μίσιγκαν 1947). Αμερικανός βιομήχανος, πρωτοπόρος της βιομηχανίας αυτοκινήτων. Γιος Ιρλανδών αγροτών μεταναστών, εγκαταστάθηκε το 1879 κοντά στο Ντιτρόιτ και ακολουθώντας την κλίση του έγινε… …   Dictionary of Greek

  • δαγκωτός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα. 2. ο δαγκωμένος: Μου έδωσε ένα δαγκωτό κομμάτι ψωμί. 3. αυτός που συναρμολογείται με εσοχές και εξοχές: Το παζλ φτιάχνεται με κομμάτια που μπαίνουν δαγκωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάρτημα — το, ατος 1. αυτό που κρέμεται από κάπου. 2. καθένα από τα κομμάτια από τα οποία συναρμολογείται (μοντάρεται) κάποιο μηχάνημα ή καθένα από τα αυτοτελή όργανα που είναι προσαρτημένα σε κάποιο μηχάνημα, συμπλήρωμα: Εξαρτήματα αυτοκινήτου. 3. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”